Όπως είδαμε στην προηγούμενη σχετική ανάρτηση , η σύνδεση μας δεν μπορεί να γίνει απευθείας με το νοητό διότι η ουσία μας είναι κατώτερης ποιότητος, τρόπον τινά, άρα θα πρέπει να συνδεθούμε μέσω των ηγεμονικών(υπερκοσμίων) θεών.
Αμεσο αποτέλεσμα αυτής της σύνδεσης είναι και να γνωρίσουμε τον Ποιητή και Πατέρα, τον Δημιουργό δηλαδή για τον οποίο ο Πλάτων στον Τίμαιο(28c) μας λέει ότι είναι δύσκολο να τον βρούμε («τoν μεν ουν ποιητήν και πατέρα τουδε του παντός ευρείν τε έργον και ευρόντα εις πάντας αδύνατον λέγειν»), πράγμα αληθές μιας και μόνο όταν αποκαταστήσουμε την επαφή μας με το νοητό μπορούμε να τον γνωρίσουμε.
Η σύνδεση αυτή μπορεί να επιτευχθεί διότι σε καμία περίπτωση δεν έχει διαρραγεί η σύνδεση μας με την ανώτερη πραγματικότητα, εκ κατασκευής δε είμαστε εφοδιασμένοι με τα λεγόμενα «συνθήματα» τα οποία και μας κρατούν συνδεδεμένους με το Ολον.
Τα συνθήματα αυτά μπορούμε να τα θεωρήσουμε σαν συνδέσμους (links) που μας κρατάνε συνδεδεμένους στο ευρύτερο πλέγμα (matrix) του παντός, απλώς λόγω της καθόδου μας στον κόσμο της γένεσης, παρεμβάλλεται τρόπον τινά η «βρωμιά» της ύλης, η οποία εμποδίζει την απρόσκοπτη δράση των συνθημάτων αυτών.
Άρα σκοπός μας είναι να τα καθαρίσουμε για να αποκαταστήσουμε την σύνδεση μας.
Πως όμως έχουμε εφοδιαστεί με αυτά τα συνθήματα ?
Η απάντηση μας δίδεται στον τρόπο «κατασκευής» της ψυχής που μας αποκαλύπτει ο Πλάτων στον διάλογο «Τίμαιος».
Θυμίζουμε και πάλι, ότι η ψυχή είναι αγέννητη και αιώνια, ο τρόπος δε κατασκευής που αναφέρει ο Πλάτων είναι διδασκαλίας χάριν, για να αντιληφθούμε την δομή της και κατ’επέκτασιν τον τρόπο λειτουργίας της.
Έτσι λοιπόν η ψυχή μας – η λογική ψυχή μας – γνωρίζουμε ότι προέρχεται από το νοητό, άρα αποτελείται από ένα είδος νοεράς ουσίας που περιέχει τους λόγους που ουσιαστικά είναι τα αίτια όλων των γνώσεων που μπορούν να αποκτηθούν και που πρέπει να ενεργοποιήσουμε και από τα άρρητα συνθήματα που έχουν εμφυτευθεί μέσα μας και τα οποία μας επιτρέπουν την σύνδεση με τους θεούς.
Μας λέει σχετικά ο Πρόκλος :
« συνέστηκε γαρ η ψυχή από των ιερών λόγων και των θείων συμβόλων·ων οι μεν εισιν από των νοερών ειδών, τα δε από των θείων ενάδων· και εσμέν εικόνες μεν των νοερών ουσιών, αγάλματα [τα] δε των αγνώστων συνθημάτων»
δηλαδή :
«Γιατί η ψυχή έχει συσταθεί από τους ιερούς λόγους και από τα θεϊκά σύμβολα. Από αυτά τα δύο, οι ιεροί λόγοι προέρχονται από τα νοερά είδη, ενώ τα θεϊκά σύμβολα προέρχονται από τις θεϊκές ενάδες. Και είμαστε εικόνες των νοερών ουσιών και ομοιώματα των άγνωστων συνθημάτων»
Πρόκλου – Σχόλια στα Χαλδαϊκά Λόγια 5.4
Ετσι λοιπόν και καθώς –όπως έχουμε ήδη δει - το παν αποτελείτται από μια οντική ανάπτυξη που είναι οι διάφορες διαβαθμίσεις του όντος (θείας ουσίας) και από μια υπερούσια ανάπτυξη που είναι ο θείος κόσμος, θα πρέπει το οποιοδήποτε ον στο παν (άρα και εμείς) να είναι (εν δυνάμει τουλάχιστον) συνδεδεμένο τόσο με την οντική ανάπτυξη (μέσω των ιερών λόγων) όσο και με την υπερούσια ανάπτυξη (μέσω των συνθημάτων), δηλαδή με τους θεούς.
Όχι μόνον οι ψυχές, αλλά και κάθε άλλο ον στο παν είναι εφοδιασμένο με τα κατάλληλα συνθήματα, και μάλιστα, όπως μας αποκαλύπτει ο Πρόκλος, υπάρχουν δύο τέτοια συνθήματα :
« παντ’ ουν και μένει και επιστρέφει προς τους θεούς, ταύτην λαβόντα παρ’ αυτών την δύναμιν και διττά συνθήματα κατ’ ουσίαν υποδεξάμενα, τα μεν όπως αν εκεί μένη, τα δε όπως αν επιστρέφη προελθόντα. και ταύτα ουκ εν ψυχαίς μόνον, αλλά και εν τοις επομένοις αψύχοις πάρεστι θεωρείν»
δηλαδή :
«’Ολα λοιπόν και μένουν και επιστρέφουν στους θεούς, έχοντας λάβει από αυτούς τούτη την δύναμη και έχοντας υποδεχτεί στην ουσία τους δύο συνθήματα, το ένα για να μένουν εκεί και το άλλο για να επιστρέφουν μετά την πρόοδο τους. Και αυτά μπορούμε να τα δούμε όχι μόνο στις ψυχές αλλά και στα κατώτερα άψυχα όντα.»
Πρόκλος – Σχόλια στον Τίμαιο I 210.11
Τα συνθήματα αυτά έχουν εμφυτευθεί στην ψυχή μας από τον Δημιουργό ώστε να γίνει εφικτή η επιστροφή μας, πράγμα που επιτυγχάνουμε μερικώς όσες φορές προσευχόμαστε συνειδητά και όντες όμως εν γνώσει της φύσεως αυτών στους οποίους απευθυνόμαστε :
«προς δε την επιστροφήν ταύτην η ευχή μεγίστην παρέχεται συντέλειαν συμβόλοις αρρήτοις των θεών, α των ψυχών ο πατήρ ενέσπειρεν αυταίς, των θεών την ευποιίαν έλκουσα εις εαυτήν και ενούσα μεν τους ευχομένους εκείνοις, προς ους εύχονται, συνάπτουσα δε και τον των θεών νουν προς τους των ευχομένων λόγους, κινούσα δε την βούλησιν των τελείως τα αγαθά περιεχόντων εν εαυτοίς επί την άφθονον αυτών μετάδοσιν, πειθούς τε ούσα της θείας δημιουργός και όλα τα ημέτερα τοις θεοίς ενιδρύουσα. Ηγείται δε της τελείας και όντως ούσης ευχής πρώτον η γνώσις των θείων τάξεων πασών, αις πρόσεισιν ο ευχόμενος· ου γαρ αν οικείως προσέλθοι μη τας ιδιότητας αυτών εγνωκώς»
δηλαδή :
«Για αυτή την επιστροφή η προσευχή παρέχει πολύ μεγάλη βοήθεια, καθώς με τα απόρρητα σύμβολα των θεών, που ο πατέρας των ψυχών έσπειρε μέσα τους, προσελκύει κοντά της την ευεργεσία των θεών, ενώνει τους προσευχόμενους με τους θεούς προς τους οποίους προσεύχονται, συνδέει τον νου των θεών με τα λόγια των προσευχομένων, παρακινεί την βούληση όσων περιέχουν μέσα τους πλήρως τα αγαθά στην γενναιόδωρη μετάδοση τους, προκαλεί την πειθώ των θεών, και εγκαθιστά όλα τα δικά μας μέσα στους θεούς.
Της τέλειας και της αληθινής προσευχής προηγείται πρώτα η γνώση όλων των θεϊκών τάξεων τις οποίες προσεγγίζει αυτός που προσεύχεται. Γιατί δεν θα τις προσεγγίσει κατάλληλα, αν δεν έχει μάθει τις ιδιότητες τους»
Πρόκλος – Σχόλια στον Τίμαιο I 210.30-211.8
Τα λεγόμενα συνθήματα λοιπόν είναι το μέσον με το οποίο θα επιστρέψουμε τελικά και θα συνδεθούμε με το ΕΝ. Για να λειτουργήσουν επιτυχώς όμως θα πρέπει να γνωρίζουμε προς τι ακριβώς επιδιώκουμε την σύνδεση.
Αν έχουμε λανθασμένη εικόνα της πραγματικότητας, όση προσπάθεια και να κάνουμε θα αποτυγχάνει. Για να μην ματαιοπονούμε λοιπόν – όπως επανειλλημένα έχουμε πει – θα πρέπει να οπλιστούμε με το κατάλληλο φιλοσοφικό υπόβαθρο το οποίο θα μας επιτρέψει να συνειδητοποιήσουμε την πραγματικότητα που κρύβεται πίσω από κάθε σύμβολο .