O Tuomo Lankila, σημαντικός μελετητής του Πρόκλου στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, σε ένα σημαντικό άρθρο παρουσιάζει μια προσέγγιση στον Ψευδο-Διονύσιο Αρεοπαγίτη, η οποία κερδίζει έδαφος μεταξύ των εγκύρων μελετητών του Ψευδο-Διονυσίου και του Πρόκλου.
Η προσέγγιση αυτή είναι σε γενικές γραμμές ότι η Πλατωνική Ακαδημία την εποχή του τελευταίου Διευθυντή της Δαμασκίου, προβλέποντας τις σκοτεινές μέρες που επρόκειτο να έλθουν για την Ελληνική Φιλοσοφία – πράγμα που επιβεβαιώθηκε με το κλείσιμο της Πλατωνικής Ακαδημίας το 529 ΚΕ από τον Ιουστινιανό – αποφάσισε να μεταγράψει τις βασικές θέσεις του έργου του Πρόκλου σε ένα έργο με Χριστιανικό μανδύα, ώστε οι βασικές θέσεις της Ελληνικής Φιλοσοφίας να διασωθούν και να μπορούν να ανακτηθούν αργότερα από όσους θα είναι γνώστες της προσπάθειας αυτής και οι οποίοι θα γνωρίζουν τον τρόπο «αποκωδικοποίησης» από το έργο του Ψευδο-Διονυσίου.
Το άρθρο αυτό είναι στα Αγγλικά (η διεύθυνση του άρθρου είναι στο τέλος της ανάρτησης) και κατά την γνώμη μου είναι πολύ σημαντικό μιας και παρουσιάζει τις προσπάθειες της Πλατωνικής Ακαδημίας να διασώσει την Ελληνική Φιλοσοφία.
Βασίζεται στα συμπεράσματα σχετικού άρθρου του C.M. Mazucchi (C.M. Mazzucchi, “Damascio, autore del Corpus Dionysiacum, e il dialogo Περί Πολιτικής Επιστήμης” Aevum 80 (2006), pp. 299-334), επεκτείνει δε την έρευνα και καταλήγει σε πολύ σημαντικά συμπεράσματα, τεκμηριωμένα πλήρως από έγκριτες πηγές.
Ακολουθεί μια μετάφραση της περίληψης του άρθρου, όπως επίσης και του συμπεράσματος με το οποίο τελειώνει το άρθρο :
Περίληψη :
«Το άρθρο αυτό παρουσιάζει έναν αναλυτικό σχολιασμό της πρότασης του Carlo Maria Mazzucchi ότι ο Δαμάσκιος, ο τελευταίος διευθυντής της Νεοπλατωνικής Σχολής των Αθηνών, ήταν ο συγγραφέας του συνολικού έργου του αινιγματικού Ψευδο-Διονυσίου του Αρεοπαγίτη.
Η προσέγγιση του Mazzuchi προσεγγίζει καλύτερα την πιθανή προέλευση του έργου του Ψευδο-Διονυσίου, αντίθετα με την αποδεκτή ερμηνεία που αποδέχεται την φανερή αποδοχή του Χριστιανισμού από τον συγγραφέα και που καταφεύγει πολύ εύκολα σε μάλλον διαστρεβλωμένες θεωρίες μιας ψευδώνυμης συγγραφής και υπερεκτιμά την αυτονομία του έργου του Αρεοπαγίτη σε σχέση με τον Πρόκλο.
Αντίθετα με τις απόψεις που απορρίπτουν τις υποθέσεις για την ταυτότητα του συγγραφέα ως άνευ σημασίας λόγω απουσίας καινούργιων δεδομένων, το παρόν άρθρο θεωρεί αυτές τις προσπάθειες αναγκαίες και χρήσιμες.
Το παρόν άρθρο συμφωνεί με την γενική θέση του Carlo Maria Mazzucchi ότι το έργο ήταν δημιουργία των Ελλήνων Φιλοσόφων της Πλατωνικής Ακαδημίας μετά τον Πρόκλο.
Ισχυρίζεται εν τούτοις ότι ο Mazzucchi λανθασμένα κρίνει την πρόβλεψη για το μέλλον που επικράτησε στην Αθηναϊκή σχολή και ειδικά την θέληση του Δαμασκίου να αποδεχτεί έναν συμβιβασμό με τον Χριστιανισμό εις βάρος του πολυθεϊσμού όπως αυτός αναπτύσσεται στην θεολογία του Πρόκλου για τις τάξεις των θεών.
Σαν αποτέλεσμα θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια πιο πειστική απόδοση της "κρυπτο-παγανιστικής" υποθέσεως, και συγκεκριμένα το Διονυσιακό έργο να ιδωθεί σαν ένα καθαρό οργανικό στρατήγημα που στόχευε να προστατεύσει τα έργα του Πρόκλου ώστε να αναβιώσει πολύ πιο εύκολα την πολυθεϊστική θρησκεία σε καλύτερες εποχές, η οποία σύμφωνα με την Νεοπλατωνική κυκλική θεώρηση της ιστορίας ήταν προδιαγεγραμμένο να επιστρέψει κάποια στιγμή»
Και το άρθρο καταλήγει σε αυτό το συμπέρασμα :
«Έτσι, το συμπέρασμα μου είναι ότι ο Mazzucchi είναι σωστός έτσι όπως βλέπει το έργο του Ψευδο-Διονυσίου σαν ένα κρυπτικό έργο της Πλατωνικής Ακαδημίας.
Τα περισσότερα από τα επιχειρήματα του εν τούτοις είναι μη αποδείξιμα.
Ο Perczel είναι σωστός που βλέπει το έργο του Ψευδο-Διονυσίου σαν ένα εσωτερικό κείμενο αλλά δεν νομίζω ότι ήταν Ωριγενικό αλλά ήταν μάλλον ένα έργο που λειτουργούσε σαν δείκτης στον Πρόκλο.
Ο Mazzucchi παρουσιάζει την θεωρία της «μόλυνσης». Σύμφωνα με αυτή, ο Δαμάσκιος συνειδητοποίησε ότι η νίκη του Χριστιανισμού ήταν αναπόφευκτη. Την τελευταία στιγμή λοιπόν επέτυχε να ενσπείρει μια Νεοπλατωνική έννοια του θεού στον Χριστιανισμό.
Αυτό νομίζω είναι μια λανθασμένη ερμηνεία της Νεοπλατωνικής θεώρησης για το μέλλον.
Οι Νεοπλατωνικοί δεν θα μπορούσαν να σκεφτούν ότι η αληθής θρησκεία τους είχε ηττηθεί. Θεωρούσαν ότι θα επικρατούσε για μια μακρά περίοδο μια σκιά, ή μια «σύγχυση» όπως την θεωρούσε ο Πρόκλος, αλλά σύμφωνα με την οπτική τους περί μιας σταθερά κυκλικής προόδου της ιστορίας, η νίκη θα ήταν δική τους.
Τα πράγματα θα επέστρεφαν τελικά στην φυσική (προ-Χριστιανική) τους κατάσταση.
Δεύτερον, για τον Αθηναϊκό Νεοπλατωνισμό το να εμποτίσει τον ύψιστο θεό της μονοθεϊστικής θρησκείας με την μέθοδο της «απόφασης» (=αποφατική θεολογία) και με έναν τρόπο μυστικής ανόδου δεν θα οδηγούσε σε έναν αποδεκτό συμβιβασμό.
Η πραγματικότητα των θείων ενάδων σαν αληθινοί θεοί μέσα στην ατομικότητα τους και η λατρεία όλων των θείων σειρών με μια σωστή πρακτική ήταν πραγματικά σημαντική και αδιαπραγμάτευτη για τον Αθηναϊκό Νεοπλατωνισμό. Θα μπορούσε προσωρινά να συνεχίσει να υπάρχει κάτω από μια βίαιη καταπίεση χωρίς την πρακτική της πλευρά, αλλά δεν θα μπορούσε να εγκαταλείψει την θέση των ενάδων.
Το βασικό «παγανιστικό» συστατικό του Διονυσιακού έργου είναι η Πρόκλεια-Δαμάσκια πληρότητα. Περιέχει απλά πάρα πολύ από αυτό το στοιχείο για ένα Χριστιανικό έργο και ο συγγραφέας δρούσε σε μια εποχή όπου το «Παύλειο» έργο της ενσωμάτωσης του Χριστιανισμού με την Φιλοσοφία είχε από καιρού ολοκληρωθεί.
Παίζοντας με τις διπλές ψευτο-ταυτότητες (Ιερόθεος και Διονύσιος) θα μπορούσε εύκολα να ερμηνευθεί με την «θεωρία περί δείκτου»
Το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να αποδειχθεί, αλλά ούτε μπορούν πλήρως να αποδειχθούν οι όποιες εναλλακτικές προσεγγίσεις. Έτσι παραμένουμε με υποθέσεις όπου κάθε αναγνώστης ζυγίζει ποια υπόθεση είναι η πιο εύλογη για αυτόν.
Αυτό που χρειάζεται είναι μια περαιτέρω έρευνα τέτοιων θεμάτων, όπως για παράδειγμα η εικόνα οσίου οδηγού και δασκάλου – ο Συριανός στον Πρόκλο και ο Ιερόθεος στον Διονύσιο, η σχέση του Διονυσιακού μονοθεϊσμού και της Χριστολογίας με την εναδολογία του Πρόκλου και περισσότερο συγκρητικές μελέτες μεταξύ του Διονυσίου και των «παγανιστών» Νεοπλατωνικών.
Θα έπρεπε επίσης να τεθεί το ερώτημα τι θα σήμαινε μια συνειδητή «κρυπτο-παγανιστική» υπόθεση στην αποτίμηση του Διονυσιακού έργου και στην φιλοσοφική της επίδραση.
Ακόμα και αν αποδέχομασταν ότι το Διονυσιακό έργο ήταν αρχικά ένα «κρυπτο-παγανιστικό» έργο, αυτό φυσικά δεν το αποστερεί από την μεταθανάτιο οπτική, ειδικά στην Χριστιανική μυστική παράδοση.
Το Διονυσιακό έργο έχει γίνει αποδεκτό ως Χριστιανική πηγή και εκπληρώνει αυτή του την λειτουργία και είναι επίσης ένα αδιαμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, ακόμα και αν υπάρχει κάποια ειρωνία σε αυτό.
Ακόμα και αν το κίνητρο του συγγραφέα του έργου ήταν μελλοντικό, οι θεωρητικές θέσεις σε αυτό εκφράζονται ακόμα φιλοσοφικά και αξίζουν να αναλυθούν ως τέτοιες.
Έχοντας αυτό στο μυαλό μας, η έρευνα θα μπορούσε ειδικότερα να ωφεληθεί συγκρίνοντας το έργο με την νεώτερη αυθεντική Χριστιανική Διονυσιακή παράδοση, ξεκινώντας από τον Ιωάννη της Σκυθόπολης και τον Μάξιμο τον Ομολογητή»
Ιστοσελίδα συγγραφέα : http://www.helsinki.fi/~lankila/
Πρωτότυπο Άρθρο : http://www.cardiff.ac.uk/share/research/centres/clarc/jlarc/contents/Lankila%20Corpus%20Areopagiticum.pdf