Πλήθος και Ατομικότητα στο Ον και στους θεούς
από τον Edward Butler
(μετάφραση Εμπεδότιμος)
Σύμφωνα με τον Πρόκλο, οι ενεργοί θεοί σε οποιοδήποτε επίπεδο του όντος είναι υπερούσιες ενάδες, για παράδειγμα οι «Ψυχικοί Θεοί» δεν καλούνται έτσι επειδή είναι οι ίδιοι ψυχικοί, γιατί δεν είναι στην κυριολεξία ούτε καν «όντα». Αντίθετα, αυτές οι τάξεις των θεών έχουν τέτοιους προσδιορισμούς γιατί τα προϊόντα της θείας ενέργειας τους είναι τα συγκεκριμένα επίπεδα του όντος.
Έτσι για παράδειγμα, ο Πρόκλος στο Έκτο βιβλίο της Πλατωνικής Θεολογίας δίνει έμφαση ότι ακόμα και οι αφομοιωτικοί θεοί, που είναι υπεύθυνοι για την ομοίωση των όντων με τις ιδέες στις οποίες μετέχουν, σίγουρα μια αρκετά «κατώτερη» λειτουργία για αυτούς που το βλέπουν με τέτοιους όρους, «όσον αφορά τις υπάρξεις τους (οι αφομοιωτικοί θεοί) είναι υπεράνω ουσίας και πλήθους, ενώ όσον αφορά αυτά που μετέχουν σε αυτούς και που δέχονται την έλλαμψη της προόδου τους καλούνται αφομοιωτικοί» [ «Κατὰ μὲν γὰρ τὰς ἑαυτῶν ὑπάρξεις οὐσίας ἐπέκεινα καὶ πλήθους ὄντες, κατὰ δὲ τὰς μεθέξεις τὰς ὑποδεξαμένας αὐτῶν τὴν ἔλλαμψιν τῆς τοιαύτης προόδου ὁμοιωτικοὶ καλούμενοι» (Πλατωνική Θεολογία VI 16 79.7-10) ]
Κατ’ανάλογο τρόπο, ακόμα και ο «κατώτερος» θεός είναι «ανώτερος» από το ίδιο το Ον, εάν μιλάμε με τέτοιους όρους. Αυτό απεικονίζεται στην Θεολογική Στοιχείωση, προτάσεις 161-165, στα οποία διαβάζουμε ότι οι υποστάσεις του Οντος, Νους, Ψυχή και Σώμα μετέχουν των αντίστοιχων θείων τάξεων και έτσι, για παράδειγμα, «Όλο το πλήθος των Ενάδων στο οποίο μετέχει ο αμέθεκτος Νους, είναι νοερό» –[ Πᾶν τὸ πλῆθος τῶν ἑνάδων τὸ μετεχόμενον ὑπὸ τοῦ ἀμεθέκτου νοῦ νοερόν ἐστιν»(πρόταση 163)] και «Όλο το πλήθος των Ενάδων στο οποίο μετέχει ολόκληρη την αμέθεκτη ψυχή είναι υπερκόσμιο» – [Πᾶν τὸ πλῆθος τῶν ἑνάδων τὸ μετεχόμενον ὑπὸ τῆς ἀμεθέκτου πάσης ψυχῆς ὑπερκόσμιόν ἐστι.» (πρόταση 164)]
Ενώ το οντικό πλήθος είναι «λιγότερο πραγματικό» από την ένωση του στον νου, το εναδικό (όλα- σε- ένα) πλήθος δεν είναι, και επιπλέον, κατά μιαν έννοια η εναδική ατομικότητα, δηλαδή η υπαρξιακή μοναδικότητα, είναι μια κατάσταση που μοιράζεται ακόμα και από όντα όπως εμείς.
Σαν αρχή της ατομικότητας, το ΕΝ δεν είναι μια ενότητα στην οποία χάνονται οι κατώτερες πραγματικότητες. Αυτό πρέπει να ερμηνευθεί με τον τρόπο των οντικών αρχών, στις οποίες ανάγονται τα πράγματα, αλλά σίγουρα πάντα, με ιδιαίτερη οπτική, οι ψυχές σαν ψυχή, οι νόες σαν νους και ούτω καθεξής. Ωστόσο το ΕΝ, σαν η απόλυτη αρχή, δεν μπορεί να είναι το αντικείμενο μιας απόλυτης αναγωγής, τουλάχιστον όπως το βλέπω εγώ, καθώς δεν μπορώ να δω πως το ΕΝ θα μπορούσε να είναι ξεχωριστό από το ΟΝ.
Κάθε πρόοδος είναι αγαθή και εξαιτίας του Αγαθού. Ένα σώμα δεν είναι «λιγότερο πραγματικό» από το ΕΝ σαν σώμα, απλά έχει το είδος της ενότητας και τον τρόπο ύπαρξης που είναι κατάλληλο για αυτό το οντικό επίπεδο, το οποίο, στον βαθμό που υποτίθεται ότι είναι ο τόπος της μεταβατικής έκφρασης των ιδεών, κάνει ακριβώς αυτό που έπρεπε να κάνει.
Αλλά υπάρχει ένα μεγαλύτερο πρόβλημα, μου φαίνεται, στο πως κάποιοι το προσεγγίζουν, συγκεκριμένα τι σημαίνει να λέμε ότι η πραγματικότητα κάποιου «εξαρτάται από εκείνη του ΕΝΟΣ». Θα συμφωνούσα με αυτό, αλλά εννοώ κάτι τελείως διαφορετικό.
Με αυτό εννοώ ότι κάθε επαναλαμβανόμενη ποιότητα μιας οντότητας εξαρτάται από την μη-επαναλαμβανόμενη ύπαρξη αυτής της οντότητας. Άλλοι, φαίνεται ότι το χρησιμοποιούν για να υποθέσουν υπεράνω της ύπαρξης κάθε οντότητας μια υποστασιοποιημένη αφηρημένη οντότητα, στην οποία η πρώτη «οφείλει» όλα όσα έχει, λόγω της υπεροχής της δεύτερης στην εκδήλωση της «πραγματικότητας».
Παρόλα αυτά η σχέση με την αρχή της ατομικότητας δεν μπορεί να αφομοιωθεί με αυτήν που είναι μεταξύ Ιδεών και Εικόνων. Η εικόνα μιας ιδέας έχει την ύπαρξη της, σαν στιγμιότυπο της ιδέας αυτής, στην ιδέα και όχι μέσα σε αυτήν την ίδια. Η μονάδα, αντίθετα, δεν μπορεί να λεχθεί ότι έχει την ενότητα της στο ΕΝ, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι αναιρεί ακριβώς αυτό που κάνει το ΕΝ, που κάνει δηλαδή ένα πράγμα άτομο. Αυτό είναι ένα μέτρο του πως η ανώτερη αρχή μεταδίδει τελειώτερα στο μετέχον αυτό που πρέπει να του δώσει. Έτσι η υπεροχή του ΕΝΟΣ εκδηλώνεται ακριβώς στο Μη-ΟΝ του, ένα ένα-υπεράνω-πολλών ή ένα του οποίου τα πολλά είναι μέρη, όψεις, απόψεις κλπ
Πρώτον, πρέπει να σημειώσω ότι κατά μιαν έννοια είναι αληθές να μεταχειριζόμαστε την υπαρξιακή μοναδικότητα σαν μια πολύ κατώτερη ποιότητα, σαν το άθροισμα επουσιωδών και υλικών παραγόντων, αλλά μια πολύ σημαντική Πλατωνική αρχή είναι ότι τα κατώτερα φαινόμενα είναι εκδηλώσεις των ανώτερων αρχών. Συνεπώς, η διαφορά που εμείς καλούμε «αριθμητική», στον βαθμό που υπολείπεται της διαφοράς μορφής, εκφράζει την δράση αρχών ανωτέρων από τις ιδέες.
Αυτή η διάκριση είναι παρούσα στην ανώτερη μορφή της μεταξύ των θεών, αλλά οι θεοί κατέχουν μια ατομικότητα πολύ ανώτερη από την δική μας, όντες αυτάρκεις (για την θεία αυτή ιδιότητα, δείτε ειδικά το κεφ. 19 του Πρώτου βιβλίου της Πλατωνικής Θεολογίας και γενικά για τις καθολικές θείες ιδιότητες τα κεφάλαια 13-29 του Πρώτου βιβλίου).
Σαν όντα, εντούτοις είμαστε πολύ λιγότερο άτομα από ότι οι θεοί, γιατί όλες οι επαναλαμβανόμενες ποιότητες – π.χ. «άνθρωπος» - είναι μέρη άλλων όλων, ενώ οι θεοί είναι γενετικοί τέτοιων όλων. Σαν σώμα, είμαι μέρος του όλου της ύλης, σαν ψυχή είμαι μέρος της όλης ουσίας της Ψυχής. Παρόλα αυτά, η τελευταία επιδεικνύει μια ανώτερη μορφή ατομικότητας από ότι το πρώτο. Έτσι είμαι περισσότερο ατομικότητα σαν ψυχή από ότι σαν σώμα. Η κοινή αίσθηση μπορεί να δει μια ψυχή σαν «λιγότερο» ατομικότητα γιατί είναι αόρατη. Αλλά παρόλα αυτά αναγνωρίζει ότι όλα τα σώματα συμπεριφέρονται όμοια σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι οι ψυχές.
Στο επίπεδο του Νου, μπορούμε να ερμηνεύσουμε το ατόμο ακόμα καλύτερα, με την έννοια ότι μπορούμε να το δούμε σαν το άθροισμα όλων των ουσιωδών και επουσιωδών ποιοτήτων και να φθάσουμε με αυτόν τον τρόπο σε μια «ιδεατή» μοναδικότητα – δηλαδή στην μη διάκριση. Ο Αριστοτέλης δεν πηγαίνει πιο πέρα.
Τι βρίσκεται όμως πιο πάνω;
Παίρνουμε μια γεύση αυτού αρκετά νωρίς στον Πλάτωνα, αν θεωρήσουμε τον Φαίδωνα σαν ένα από τους πρώτους διαλόγους του. Πίσω από την ιδέα υπάρχει η αιτία, αυτή που φέρνει την ιδέα όπως αναφέρεται στο τελευταίο επιχείρημα στον Φαίδωνα. Αυτή η «αιτία» εμφανίζεται ξανά αρκετά αργότερα σαν το τέταρτο γένος στον Φίληβο, μαζί με το πέρας, το άπειρο και το μικτό. Στον Φαίδωνα, η ερώτηση για αυτή την αρχή έχει ήδη τεθεί, σύμφωνα με το περιεχόμενο του διαλόγου, με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκλείσει οποιαδήποτε ουσία ή απορία. Η ερώτηση δεν είναι τι είναι ο Σωκράτης σαν άνθρωπος, αλλά ο Σωκράτης σαν Σωκράτης.
Εδώ λειτουργεί το δόγμα της μετενσάρκωσης όπως η μορφική απόκλιση στον Husserl.
Εάν ο «Σωκράτης», δηλαδή η αιτιώδης ενέργεια υπεύθυνη για την τάξη(Πολιτεία 618b) ή το σύνολο των ουσιωδών και επουσιωδών χαρακτηριστικών που ξέρουμε σαν Σωκράτη, νοείται σαν να υπήρξε κάποτε ο γυιός, όχι του Σωφρονίσκου, αλλά κάποιου άλλου, ή ακόμα ενός κύκνου ή λιονταριού και να γίνει κάποιος άλλος ξανά στο μέλλον, τότε μπορούμε με κάποιο τρόπο να νοήσουμε αυτό το άτομο στην μοναδική ενότητα του πάνω από κάθε μεταβαλλόμενη ιδιότητα, σαν μια καθαρή ενέργεια, μια καθαρή δύναμη επιλογής οριζόμενη μόνο αποφατικά στον βαθμό που προσπαθούμε να την ορίσουμε σαν μια δέσμη στιγμιοτύπων ιδεών μάλλον, παρά σαν αυτό που φέρνει την μορφή.
Αυτή η σκέψη που παραθέτω είναι ο ουσιαστικός συσχετισμός στον Πλάτωνα στην επίσημη αναζήτηση της ενότητας στον Παρμενίδη. Είναι ένα πείραμα σκέψης που υποστασιοποιεί καταφατικά την καθαρή αρχή της ενότητας που σκιαγραφείται αποφατικά στην Παρμενίδεια διαλεκτκή και η οποία με την σειρά της εξαρτάται από αυτήν την αρχή για την διάρθρωση της. Η απόφαση (άρνηση) επομένως της πρώτης αρχής είναι θέμα, όχι υπεροχής αλλά θεμελιώδους αναγκαιότητας.